Του Παναγιώτη Γούτα
Κάποιοι γνωστοί (ή και άγνωστοι)
εκδοτικοί οίκοι της πρωτεύουσας λειτουργούν ως πηγές απ’ τις οποίες
ρέουν αθόρυβα κάποια συγγραφικά ποταμάκια, που με τη σειρά τους χύνονται
στη μεγάλη θάλασσα της λογοτεχνίας.
Ένας απ’ αυτούς οι εκδόσεις ΠΟΛΙΣ,
ποιοτικές και πάντα αξιόπιστες, που εδώ και κάποια χρόνια διαμορφώνουν
και στηρίζουν αυτό που λέμε νέα αθηναϊκή πεζογραφική σκηνή.
Πρόκειται για μια σειρά λογοτεχνικών κειμένων με ευδιάκριτα τα
χαρακτηριστικά που την διέπουν. Χαμηλόφωνα κείμενα –διηγήματα ως επί το
πλείστον, αλλά και σύντομες, ελλειπτικές νουβέλες– όχι ιδιαίτερης
λογοτεχνικότητας (με το σκεπτικό του κεντήματος της γλώσσας, της
πλούσιας έκφρασης, του φορτωμένου με λογοτεχνικά ψιμύθια κειμένου κτλ.)
–καλύτερα να το πω: κείμενα λιτά, για να μην παρεξηγηθώ–, καθόλου
αυτοαναφορικά (δεν υπάρχει πουθενά προβολή της ατομικής περίπτωσης του
εκάστοτε δημιουργού), ένα πλησίασμα στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας
(η πορεία δείχνει από τους μετανάστες στους Έλληνες «δεύτερης» ή
«τρίτης» διαλογής, κατόπιν σε αφομοιωμένους μετανάστες και τελικά πάλι
σε Έλληνες της κρίσης και της ανέχειας), δρόμοι, περιστατικά,
διαμερίσματα, πολυκατοικίες της πρωτεύουσας (καμιά φορά και της
επαρχίας), και καταγραφή του μικροκλίματος της ζωής σ’ αυτούς τους
χώρους, σε συνδυασμό πάντα με την υπάρχουσα οικονομική κρίση που
ενισχύει κοινωνικές παθογένειες ή με παλιότερα κοινωνικοπολιτικά
συμβάντα, που χάραξαν ολόκληρες γενιές Ελλήνων.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εντάσσονται βιβλία όπως το Προδοσία κι εγκατάλειψη της Σκαλίδη, το Ο ήχος του ακάλυπτου της Παπαδάκη, το Βασιλική της Νικολοπούλου, το βραβευμένο (δικαίως) Κάτι θα γίνει, θα δεις του Χ. Οικονόμου, το Θυμάμαι της Βασιλικής Πέτσα και το, πιο πρόσφατα τυπωμένο, Κλειστή πόρτα της θεσσαλονικιάς ως προς την καταγωγή Ευγενίας Μπογιάνου.
Για την Ευγενία Μπογιάνου μαθαίνουμε
ελάχιστα από το αυτί του δικού της βιβλίου. Κρατάμε πως πρόκειται για το
δεύτερο βιβλίο της, αφού προηγήθηκε άλλη συλλογή διηγημάτων από άλλον
εκδοτικό οίκο. Το Κλειστή πόρτα μού άφησε, γενικά, καλές
εντυπώσεις. Το πήρα στα χέρια με κάποια προκατάληψη είναι η αλήθεια,
αλλά, σταδιακά, με κέρδισε ως αναγνώστη. Έντεκα χαμηλόφωνα, καλογραμμένα
διηγήματα που είναι ενωμένα ως κρίκοι μιας ενιαίας αλυσίδας (κάποτε
αυτό το είδος χαρακτηριζόταν με τον πιο εύστοχο και διευκρινιστικό όρο αλληλένδετες ιστορίες, σήμερα αρκεί ένα διηγήματα και
ξεμπερδέψαμε). Τα πρόσωπα περιπλέκονται περίτεχνα στις ιστορίες, οι
ζωές τους διασταυρώνονται, η άγνοια του αναγνώστη για έναν ήρωα ενός
διηγήματος γίνεται γνώση στην αμέσως επόμενη ιστορία, κι εντέλει μέσα
από το βιβλίο υφαίνεται ένα ψηφιδωτό προσώπων και καταστάσεων με ήρωες
καθημερινούς και οικείους, καθόλου εκκωφαντικούς, εκκεντρικούς ή
εξεζητημένους, που, όσο τους γνωρίζουμε περισσότερο και εις βάθος, μας
γίνονται πιο οικείοι, θελκτικοί και προσιτοί. Οι απολήξεις των ιστοριών
άλλοτε είναι καίριες, αιχμηρές και πετυχημένες, άλλοτε χαλαρές και
αναμενόμενες. Ωστόσο το παιχνίδι δεν παίζεται, στο εν λόγω βιβλίο, στην
αυτονομία της κάθε ιστορίας αλλά στο αλληλένδετο προσώπων και
καταστάσεων, για το οποίο μίλησα προηγουμένως.
Ξεχώρισα από τις ένδεκα ιστορίες είτε
λόγω της δύναμης του θέματος είτε λόγω του τρόπου με τον οποίον έχει
αποδοθεί από τη συγγραφέα, τα παρακάτω διηγήματα: «Η κληρονομιά»,
«Μάγια», «Νεράκι», «Χειραψία λαβή» και ιδίως το καταληκτικό «Τα γηρατειά
μυρίζουν λιβάνι» όπου η δευτεραγωνίστρια του αμέσως προηγούμενου
διηγήματος –μια υπερήλικας συνταξιούχος δασκάλα, στριφνή και απότομη σε
τρόπους και συμπεριφορά– γίνεται εδώ βασική πρωταγωνίστρια,
αποκαλύπτοντάς μας με σπαρακτικό και αληθοφανή τρόπο το προσωπικό της
δράμα.
Η Μπογιάνου διαθέτει καλειδοσκοπική
όραση στη γραφή της, που, παρά το (σχετικά) νεαρό της ηλικίας της
(γεννημένη το 1968) την καθιστά (με το δεύτερο κιόλας βιβλίο) ώριμη
πεζογράφο. Υποδύεται με ευκολία ρόλους, μπαίνει στο πετσί των ηρώων της,
βλέπει σφαιρικά και ολιστικά τις ζωές τους, αφήνοντας στον αναγνώστη να
βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Στο βάθος των κειμένων της υποβόσκει
ένας σαμαρακικός (άκρως ανθρώπινος) απόηχος που εκφράζεται συχνά μέσα
από κοφτές, ασθματικές φράσεις ή λεπτομερειακές περιγραφές σκέψεων και
συναισθημάτων των ηρώων. Ωστόσο, αν πάσχει κάπου το βιβλίο, είναι η
ομοιομορφία της φωνής και του ύφους των «ομιλούντων προσώπων», σε αρκετά
διηγήματα, παρότι πρόσωπα και καταστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους
παρασάγγας. Αλλά αυτό είναι μια κακοτοπιά που αντιμετωπίζουν συχνά οι
συγγραφείς που υποδύονται ρόλους με τη γραφή τους και γράφουν, εξ
ονόματος άλλων, σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης. Η τριτοπρόσωπη, πάλι, αφήγηση
θα γλίτωνε μεν τη συγγραφέα από αυτόν το σκόπελο, αλλά θα καθιστούσε τα
κείμενα λιγότερο άμεσα, πειστικά και εξομολογητικά.
Η Μπογιάνου (και βιβλία σαν το δικό
της) συνεχίζει μια τάση που θέλει στο επίκεντρο των ιστοριών τους ήρωες
και όχι τον συγγραφέα. Πρόκειται αναμφίβολα για καλή λογοτεχνία,
αξιοπρεπή και ποιοτική, που φτάνει όμως μέχρι ένα σημείο. Πουθενά, σε
τέτοιου είδους στυλιζαρισμένα κείμενα, δεν υπάρχει η μαγεία μιας
προσωπικής εξομολόγησης. Ο αναγνώστης αναγνωρίζει συχνά συγγραφικά
προσωπεία και όχι πρόσωπο. Ο συγγραφέας εκτίθεται πάντα μέσω τρίτων.
Και, φαίνεται, πως πίσω από όλα αυτά δεν υπάρχει στέρεο έδαφος, μια
παράδοση που να στηρίζει αυτού του είδους τη λογοτεχνία και να την
αναδεικνύει. Βιβλία σαν αυτό της Μπογιάνου (ή του Οικονόμου ή της Πέτσα)
μου φαίνονται σαν δημιουργήματα των καιρών μας, καρποί μιας
γενικευμένης παθογένειας (κοινωνικής, πολιτικής κτλ.) που ακόμα δεν έχει
εξαλειφθεί. Αλλά μήπως αυτό ακριβώς είναι και το δυνατό τους σημείο;
Μήπως σ’ αυτό το ακόμα αδιαμόρφωτο έγκειται η αξία τους; Μήπως, τελικά,
εκφράζουν γνήσια και πετυχημένα τους νέους καιρούς, τη σύγχρονη
αβεβαιότητα με όλα τα παρεπόμενά της;
Ευγενία Μπογιάνου
Κλειστή πόρτα
διηγήματα
ΠΟΛΙΣ, 2012
Σελ. 167
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.