Του Παναγιώτη Γούτα
Ο ποιητής Βασίλης Δημητράκος συνεχίζει
να τυπώνει ολιγοσέλιδα βιβλία-διαμάντια από τον εκδοτικό οίκο Μπιλιέτο
(εδρεύει στην Παιανία), τον οποίον διευθύνει. Εδώ και λίγα χρόνια (από
το 2010 περίπου) το μικρό σχήμα των οκτασέλιδών του άλλαξε, μεγάλωσε
κάπως σε διαστάσεις, με αποτέλεσμα οι ποιητές του εκδοτικού οίκου να
έχουν τη δυνατότητα να τυπώνουν περισσότερα των οχτώ ποιημάτων – κάποιες
φορές αγγίζουν ή ξεπερνούν και τον αριθμό είκοσι.
Ο Δημητράκος επηρεάστηκε αισθητικά και
καλλιτεχνικά από τις εκδόσεις Διαγωνίου του Χριστιανόπουλου και,
φαίνεται, πως συνεχίζει, εν Αθήναις, αυτήν την τυπογραφική παράδοση, ενώ
η ποιότητα και το στιλ των ποιητών που τυπώνει αγγίζουν (ή τουλάχιστον
τείνουν να πλησιάσουν) εκείνη των ποιητών (ή γενικώς των λογοτεχνών) του
παλιού εκδοτικού οίκου της Θεσσαλονίκης.
Ο
ίδιος, ως ποιητής, ξανοίχτηκε σε βαθύτερα νερά του μέντορά του, αφού
πέρα από το κράμα θρησκευτικής ευλάβειας και ερωτικής έξαψης που κράτησε
από τη γραφή του σημαντικού θεσσαλονικιού ποιητή, δεν έμεινε
προσκολλημένος σε έναν στείρο ρεαλισμό, στην καταγραφή και παρατήρηση
προσώπων και καταστάσεων (πάντα αναφορικά με ματαιωμένα συναισθήματα,
ερωτική αγωνία, ερωτική στέρηση και ομοερωτισμό), αλλά προχώρησε
τουλάχιστον ένα βήμα παραπέρα, κονιορτοποιώντας με δραματικό τρόπο το
«εγώ» του –κατά τη ρήση του Πεντζίκη–, με τον οποίον συνδέεται υπόγεια
μ’ ένα βαθύ αίσθημα θρησκευτικότητας και αγάπης για το Άγιον Όρος. Έτσι,
συναισθανόμενος βαθύτερα και ουσιαστικότερα τον Άλλον και δίνοντας
–κάποιες φορές– ποιήματα που αγγίζουν σε αίσθημα, στοχαστικότητα και
ευαισθησία εκείνα του Ασλάνογλου (π.χ. Τα οστά ή το Θα μάθω την τέχνη,
από το ΛΑΣΠΩΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ή Τα κεριά, από το μονόφυλλό του) − έναν
ποιητή «στη σκιά», λογοτεχνικό μέγεθος, πάντως, σαφώς ανώτερο και
σοβαρότερο του υπερεκτιμημένου (και εσχάτως με περίεργες συμπεριφορές)
Χριστιανόπουλου που, κυρίως, λόγω ισχυρής προσωπικότητας επικράτησε και
κυριάρχησε στα ποιητικά της Θεσσαλονίκης.
Από
την τελευταία ποιητική σοδειά του Μπιλιέτου θα σταθώ, εν συντομία, σε
τέσσερα ποιητικά βιβλία. Ξεκινώ, λοιπόν, με «Το προζύμι» του Αντώνη
Περαντωνάκη (1963), το έβδομο συνολικά ποιητικό του βιβλίο, και τέταρτο
κατά σειρά στο Μπιλιέτο. Στο «Το προζύμι» περιέχονται εννέα ποιήματα
χαμηλόφωνα, εξομολογητικά, που εκπλήσσουν ευχάριστα με την
απλότητα-λιτότητα της γραφής τους αλλά και με τη θεματική τους
πρωτοτυπία. Η μνήμη των αγαπημένων νεκρών που μας ωθεί και μας
κατευθύνει (Η κυρα ’Λένη), η φωνή ενός παλιατζή με αδρά και ελαφρώς
ασύνταχτα ελληνικά που ξελογιάζει τον ποιητή, μέχρι του σημείου να
θελήσει να βρει προφάσεις για να του ανοίξει την πόρτα (Ο παλιατζής), η
μητρική μορφή και τα σοφά λόγια ενός μοναχού που λειτουργούν ιαματικά,
ως βάλσαμο, στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά και ένα βίωμα ξαγρυπνίας στο
εκκλησάκι της Παιανίας, στον εκδοτικό οίκο του Δημητράκου, όπου η
πραγματικότητα πλέκεται αριστοτεχνικά με εκκλησιαστικά εδάφια σ’ ένα
ποίημα-υφαντό, κάποια από τα καλύτερα σημεία αυτής της ωραίας συλλογής.
Δείγμα γραφής: Έπιασε βροχή – με πήρανε τα κλάματα. / Όλο βρέχει κι όλο
κλαις», μουρμούριζε η μάνα μου από μέσα. // Έκλωθε πάλι με την ρόκα ∙
τουλούπες χιόνι τα μαλλιά της. / Πήγα πλάι της, έγειρα πάνω στην ποδιά
της. // «Δεν έμοιασες του κύρη σου», είπε – συνέχιζε η βροχή ∙ / στάζανε
τα μάτια της στην άσπρη κεφαλή μου.
Ο
εκ Πολυγύρου Χαλκιδικής ορμώμενος Νίκος Βασιλάκης (ζει στον Πειραιά)
είναι παλιός ποιητής της Διαγωνίου (τύπωσε εκεί 3 ποιητικές συλλογές)
και μεταπήδησε το 1996 στο Μπιλιέτο με το οκτασέλιδό του «Όλοι χωράνε».
Το 2012 τύπωσε στον Δημητράκο «Το μικρό κυδώνι». Ποιήματα ολιγόστιχα,
απλά και κατανοητά αλλά όχι απλοϊκά, ανεπιτήδευτα, μινιμαλιστικά,
γραμμένα με σοφία και αίσθημα. Στο έργο του Βασιλάκη κυριαρχούν η
νοσταλγία για το χωριό του, τύψεις για τους γονείς που άφησε, κι ένα
αίσθημα απομόνωσης ζώντας μέσα στην πολύβουη πόλη. Στους πρόσφατους
στίχους του θα συναντήσουμε αντικείμενα μιας αχάλαστης εποχής (Η
δαχτυλήθρα), τον παραλληλισμό ψυχικών καταστάσεων με τη φύση (Η αγάπη
και το γιασεμί, Σαν φυλλαράκι), αλλά και μνήμες από την παιδική ηλικία,
ιδωμένες από την απόσταση που σοφά χαρίζει ο χρόνος. Κάποια από τα
ποιήματα θυμίζουν γιαπωνέζικα χάι κάι ή ποίηση ζεν. Δείγμα γραφής: Σε
ψηλό κλαδί / το μικρό κυδώνι ξεχασμένο / όλο κρυώνει / όλο παγώνει /
στην ομίχλη μοναχό.
Ο
θεσσαλονικιός Θοδωρής Βοριάς τύπωσε τις «Πυγολαμπίδες» – 33 χαϊκού,
όπως τα ονομάζει. Κινείται περίπου στο ίδιο ποιητικό μήκος κύματος με
τον Βασιλάκη, έχει όμως έντονες επιρροές κυρίως από τον Ντίνο
Χριστιανόπουλο. Φαίνεται πως κατέχει καλά τον ιαπωνικό ρυθμό και
εκφράζει με λιτότητα και ειλικρίνεια τα συναισθήματά του. Υπάρχει
μινιμαλισμός και δυνατή εικονοποιία. Δύο δείγματα γραφής: (Το γυμνό
κλαδί / αν δε γίνεται στίχος / ας γίνει σπαθί και Για το ξενύχτι /
αρκούνε τ’ άστρα; / Αρκεί το ξεγύμνωμα;)
Τέλος
ο Δαυίδ Μπάκας (1960) στοίβαξε σε ένα οκτασέλιδο 25 μικρά ποιηματάκια,
κάτω από τον γενικό τίτλο «Τσιγάρο και λιβάνι». Τα ποιήματα διακρίνονται
από έξυπνους λεκτικούς παιχνιδισμούς, μοναξιά, νοσταλγία και –ενίοτε–
από έναν υποδόριο σαρκασμό. Πιστεύω πως αν ο Μπάκας απομακρυνθεί από
θολές εμμονές και γίνει περισσότερο εξομολογητικά κατανοητός, μπορεί στο
μέλλον να γίνει ακόμα πιο ευθύβολος, καίριος και δραστικός στην ποίηση
του. Δείγμα γραφής: (Ευτυχώς, είπε ο φτωχός, / «δεν είναι όλα με λεφτά» /
Ως κι η πόρνη, / όταν της χαϊδέψουν / την καρδιά –/ χαρίζεται, τα
ρίχνει / στη φωτιά, / της φτάνει μόνον / να την θέλουν).
Όλα
τα οκτασέλιδα του Μπιλιέτου τυπώνονται σε πολυτονικό σύστημα γραφής.
Την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει ο Γιάννης Δημητράκης, αδελφός του
εκδότη-ποιητή, ο οποίος, εκτός από τα εξώφυλλα, διανθίζει συχνά με
εξαιρετικά σκίτσα τα ποιήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.