Υποβλήθηκε στον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και στο υπουργικό συμβούλιο η ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για τη Νομισματική Πολιτική 2010.
Στην έκθεση γίνεται εκτενής αναφορά στην ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, χαρακτηρίζοντας αυτή τη συμφωνία ως «ανάχωμα στις καταστροφικές εξελίξεις, που τον Απρίλιο του 2010 έμοιαζαν αναπόφευκτες».
Σύμφωνα με την ΤτΕ το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής που συμφωνήθηκε «εξασφαλίζει κατ’ αρχάς μια τριετή περίοδο χρηματοδότησης της Ελλάδος από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ και το ΔΝΤ, σε συνθήκες όπου το κόστος προσφυγής στις αγορές έχει καταστεί απαγορευτικό. Παράλληλα, προδιαγράφει τις γενικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια, κατά κύριο λόγο στο δημοσιονομικό τομέα, αλλά και στην εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στη λειτουργία των αγορών. Το Πρόγραμμα συνιστά ένα μεσοπρόθεσμο, συνεπές και με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα σχέδιο προσαρμογής της οικονομίας και συμπυκνώνει μέσα σε τριετή ορίζοντα αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες και το κόστος των αλλαγών θα ήταν μικρότερο».
Όπως, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην έκθεση, για να αξιολογηθεί σωστά το κόστος του προγράμματος, θα πρέπει να συγκριθεί με το κόστος της μη εφαρμογής του. Και σημειώνει: «Η μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με τη μη εφαρμογή του προγράμματος έγκειται στα ακόλουθα:
1ον. Αποτράπηκαν ανεξέλεγκτες εξελίξεις και υπάρχουν πλέον περιθώρια για την άσκηση πολιτικών που μπορούν να περιορίσουν τη διάρκεια και το εύρος της ύφεσης. Το πρόγραμμα είναι δεσμευτικό στους δημοσιονομικούς στόχους, στον τομέα όμως της ανάπτυξης οι δυνατότητες παρεμβάσεων είναι πολλαπλές και πρέπει να αξιοποιηθούν τάχιστα.
2ον. Αν το πρόγραμμα τηρηθεί με συνέπεια, η τελική κατάληξη είναι ορατή:
• Η Ελλάδα θα παραμείνει ενεργό και όχι περιθωριοποιημένο μέλος της ζώνης του ευρώ, συμμετέχοντας με αξιώσεις στις διεργασίες που θα ορίσουν το μέλλον της ΕΕ και της χώρας μας.
• Η ελληνική οικονομία θα έχει απαλλαγεί οριστικά από εμπόδια του παρελθόντος και θα λειτουργεί ορθολογικότερα.
• Θα έχουν περιοριστεί προνόμια και εξαιρέσεις, τα οποία όχι μόνο συνιστούσαν προσκόμματα στην ανάπτυξη, αλλά και δημιουργούσαν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες.
• Θα έχει ενισχυθεί ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης και θα είναι εφικτοί ταχύτεροι ρυθμοί ανόδου του εθνικού εισοδήματος και της απασχόλησης, που θα είναι μάλιστα διατηρήσιμοι».
Ριζική ανασυγκρότηση
του κράτους και συνέχεια…
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η πρώτη εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση επιτυχίας του Προγράμματος είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα των μηχανισμών που καλούνται να το εφαρμόσουν, δηλαδή της δημόσιας διοίκησης. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν ήδη δρομολογηθεί σημαντικές αλλαγές, που πρέπει να ολοκληρωθούν χωρίς παρεκκλίσεις και καθυστερήσεις. Αλλά δεν αρκούν. «Χρειαζόμαστε σήμερα μια συνολική, ριζική ανασυγκρότηση του κράτους πάνω σε νέες βάσεις, ώστε οι λειτουργίες του να μην αντιστρατεύονται τη δημιουργική πρωτοβουλία, αλλά, αντίθετα, να την ενθαρρύνουν», τονίζεται χαρακτηριστικά.
«Η δεύτερη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξασφάλιση της συνέχειας της εφαρμογής του Προγράμματος», τονίζει η ΤτΕ, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί ως σύσταση για τη μη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών και τη μη αλλαγή πολιτικής.
«Ένας από τους κύριους λόγους που οδηγηθήκαμε στη σημερινή κρίση είναι ότι στο παρελθόν ανάλογα σταθεροποιητικά προγράμματα που άρχισαν να εφαρμόζονται δεν ολοκληρώθηκαν, καθώς έχασαν σύντομα την ορμή τους και τελικώς εγκαταλείφθηκαν. Με αυτές τις παλινωδίες, λίγους μήνες μετά τη διακοπή ενός προγράμματος εξανεμίζονταν όσα οφέλη είχαν προκύψει και η οικονομία επανερχόταν στο ίδιο επίπεδο όπου βρισκόταν πριν από την έναρξη του προγράμματος ή και σε χαμηλότερο», τονίζεται χαρακτηριστικά.
«Όχι» σε νέους φόρους
Για να περιοριστεί το εύρος της ύφεσης και να επισπευσθεί η ανάκαμψη, πρέπει, σύμφωνα με την ΤτΕ, να ενθαρρυνθεί η ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία σήμερα υφίσταται έντονα τις επιπτώσεις της μειωμένης ζήτησης, της χαμηλής ανταγωνιστικότητας, της επιβραδυνόμενης πιστωτικής επέκτασης και του αυξημένου φορολογικού βάρους.
Όσον αφορά το τελευταίο, η ΤτΕ εκτιμά πως «δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια αύξησης των φορολογικών συντελεστών επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων και η αιχμή της πολιτικής για την αύξηση των εσόδων ―που είναι ασφαλώς απαραίτητη― πρέπει να προσανατολιστεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη σύλληψη της φοροδιαφυγής. Περαιτέρω αύξηση της επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων θα κατέληγε όχι μόνο να επιτείνει την ύφεση, αλλά και να επιτύχει το αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή μείωση αντί αύξησης των εσόδων».
Κατά την ΤτΕ, «η περαίωση των φορολογικών εκκρεμοτήτων δεν αποτελεί θεωρητικά την ιδανικότερη επιλογή για την αύξηση των εσόδων. Υπό τις παρούσες συνθήκες ωστόσο, η πολιτική αυτή θα αποδειχθεί χρήσιμη, αν συνοδευθεί από ουσιαστικό εκσυγχρονισμό και αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος για την εφαρμογή νέων πρακτικών και αποτελεσματικών μεθόδων σύλληψης της φοροδιαφυγής. Παράλληλα, μετά τις μεγάλες αλλαγές που έχουν εισαχθεί την τελευταία περίοδο και οι οποίες καθιστούν το φορολογικό περιβάλλον ιδιαίτερα ρευστό, είναι τώρα ανάγκη να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο φορολογικό περιβάλλον που θα εξασφαλίζει σταθερότητα των φορολογικών συντελεστών και αποτελεσματική λειτουργία των φορολογικών μηχανισμών».
Μείωση δαπανών
Σύμφωνα με την ΤτΕ, «η δημοσιονομική προσαρμογή, για να είναι πιο αποτελεσματική τα επόμενα χρόνια, πρέπει να στηριχθεί κυρίως στη μείωση των δαπανών. Είναι βέβαια γεγονός ότι από την έναρξη εφαρμογής του Προγράμματος μέχρι σήμερα η μείωση των δαπανών ήταν μεγάλη. Στηρίχθηκε όμως κατά κύριο λόγο στην περικοπή των μισθών και των συντάξεων, ενώ υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για ουσιαστικές μειώσεις των δαπανών εφόσον αντιμετωπιστούν και εξαλειφθούν δομικές αδυναμίες του κράτους που παράγουν χρόνια ελλείμματα και χρέη. Η δημοσιονομική εξυγίανση πρέπει τώρα να προχωρήσει με πολύ ταχύτερους ρυθμούς στο δραστικό περιορισμό της σπατάλης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στη συγχώνευση ή και κατάργηση φορέων του Δημοσίου που δεν προσφέρουν πραγματικό έργο. Η δημοσιονομική εξυγίανση θα είναι βιώσιμη και επιτυχής, αν προκύψει από τη ριζική αναδιάρθρωση του κράτους σε όλες τις βαθμίδες του.
Η δημοσιονομική προσαρμογή τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του Προγράμματος παρουσιάζει αξιόλογη πρόοδο. Οι κίνδυνοι όμως αποκλίσεων από τους στόχους εξακολουθούν να είναι υψηλοί. Οι κίνδυνοι αυτοί ενισχύονται από την επικείμενη αναθεώρηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης του 2009, που είναι πιθανό να επηρεάσει και το λόγο ελλείμματος/ΑΕΠ το 2010.
Γενικότερα, εν όψει των νέων δεδομένων, είναι αυτονόητο ότι πρέπει να ενταθεί η προσπάθεια για περιστολή των δημόσιων δαπανών και για αύξηση των εσόδων σύμφωνα με τους στόχους του Προγράμματος, μεταξύ άλλων με περικοπές δαπανών και με βελτίωση της απόδοσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Επίσης, για την αποτελεσματική εφαρμογή του Προγράμματος είναι απόλυτη ανάγκη η δημοσιονομική πολιτική να προγραμματίζει με βάση εναλλακτικές εκδοχές και να βρίσκεται ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει τυχόν αποκλίσεις με διορθωτικές κινήσεις».
Δεσμευτικό σχέδιο
για την ανάπτυξη
Προαπαιτούμενο για να εισέλθει η οικονομία σε ένα νέο ενάρετο κύκλο είναι, σύμφωνα με την ΤτΕ, «η σταθερή πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής, με ρυθμούς ει δυνατόν ακόμη ταχύτερους και από αυτούς που προβλέπει το Πρόγραμμα. Αυτό θα επηρέαζε θετικά το κλίμα, θα βελτίωνε ταχύτερα την εμπιστοσύνη των αγορών και θα ασκούσε ευνοϊκή επίδραση στη διαθεσιμότητα και στο κόστος των δανειακών κεφαλαίων». Επίσης, εκείνο που απαιτείται «είναι να σχεδιαστεί, παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή, ένας αναλυτικός “οδικός χάρτης” για τη δυναμική επανέναρξη μιας αναπτυξιακής διαδικασίας, που θα στηρίζεται αυτή τη φορά σε στέρεες βάσεις. Χρειαζόμαστε δηλαδή ένα δεσμευτικό, συνεκτικό Σχέδιο Δράσης για την Ανάπτυξη το οποίο θα βαδίζει παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή, θα συμπληρώνει και θα εξειδικεύει πολιτικές που έχουν δρομολογηθεί και θα προτείνει νέες, που θα ενισχύουν την ανάπτυξη χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους».
Η ΤτΕ επισημαίνει ακόμη ότι οι βασικές περιοχές στις οποίες επείγουν διαρθρωτικές αλλαγές, μερικές από τις οποίες έχουν ήδη δρομολογηθεί, είναι:
– Ο εκσυγχρονισμός και η διαφάνεια της δημόσιας διοίκησης.
– Η ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας.
– Η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
– Η βελτίωση της απορρόφησης των κοινοτικών πόρων μέσω του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ), η προώθηση των επενδύσεων και η ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας.
– Η αύξηση της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης.
Επίσης, απαιτείται να δημιουργηθεί «το κατάλληλο περιβάλλον, ένα επιχειρηματικό “οικοσύστημα” – μέσα στο οποίο θα μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά οι επιχειρήσεις. Το σύστημα αυτό θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σταθερούς κανόνες για τον ανταγωνισμό και τη φορολογία, δραστικό περιορισμό των διοικητικών εμποδίων και του διοικητικού κόστους, σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των αγορών, καθορισμένες σύντομες διαδικασίες για τη χωροθέτηση και αδειοδότηση των επιχειρήσεων, δραστική καταπολέμηση της διαφθοράς».
Προσαρμογές απαιτούνται ωστόσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων, οι οποίες «πρέπει να επιδείξουν διορατικότητα, να διευρύνουν το χρονικό τους ορίζοντα και να αναλάβουν άμεσα επενδυτικές πρωτοβουλίες. Η επιδίωξη του μέγιστου δυνατού κέρδους στο συντομότερο χρονικό διάστημα δεν είναι πλέον εφικτή». Στην αναγκαία διαδικασία προσαρμογής των επιχειρήσεων περιλαμβάνονται «η αύξηση του μεγέθους τους, η ανάπτυξη συνεργειών και συνεργασιών, η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω και της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης, που θα συμβάλει και σε μείωση του κόστους, η ενίσχυση της εξωστρέφειας με αναζήτηση νέων αγορών και συνεργασιών, η υιοθέτηση πρακτικών που συνάδουν με την προστασία του περιβάλλοντος».
Οι προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα
Αναφορικά με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, τα μεγέθη του, σύμφωνα με την ΤτΕ, «δεν θα μεταβληθούν επί τα βελτίω, εάν πρωτίστως δεν διορθωθούν οι παράγοντες εκείνοι που ασκούν πιέσεις στην πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών και κατ’ επέκταση στη δυνατότητά τους να αντλούν κεφάλαια από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Είναι δηλαδή αναγκαία η βελτίωση του γενικότερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Η βελτίωση αυτή θα συμβάλει θετικά στον περιορισμό του κινδύνου ρευστότητας, αλλά και του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, ώστε αυτές να συνεχίσουν να ικανοποιούν επαρκώς την εκδηλούμενη ζήτηση τραπεζικών πιστώσεων.
Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμοστούν στο νέο οικονομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον με διορατικότητα. Είναι απαραίτητο να λάβουν υπόψη τους ότι, ακόμη και όταν η οικονομική δραστηριότητα επανέλθει σε ανοδική πορεία, ο ρυθμός επέκτασης των τραπεζικών εργασιών θα διαμορφωθεί σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου που είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν, πριν από την κρίση. Επίσης, κάποια στιγμή, σταδιακά, θα αρθούν τα εναπομένοντα μη συμβατικά μέτρα στήριξης της ΕΚΤ, ενώ η άντληση χρηματοδότησης από τις διεθνείς αγορές ενδέχεται να παραμείνει δυσχερής, καθώς θα είναι αυξημένος ο ανταγωνισμός μεταξύ κυβερνήσεων, τραπεζών και επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα για την άντληση κεφαλαίων. Τέλος, οι τράπεζες θα πρέπει να προετοιμαστούν εν όψει και της σταδιακής εφαρμογής, έως το 2018, του νέου διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου, γνωστού και ως “Βασιλεία ΙΙΙ”.
Για τους ανωτέρω λόγους κρίνεται απαραίτητο να επανεξετάσουν οι τράπεζες το επιχειρηματικό υπόδειγμα λειτουργίας τους, επιδιώκοντας τη διατήρηση υψηλού επιπέδου κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, σχηματίζοντας επαρκείς προβλέψεις για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου και εξορθολογίζοντας τα έξοδά τους. Η σύναψη στρατηγικών συμμαχιών και η πραγματοποίηση συγχωνεύσεων, λόγω των θετικών συνεργειών που συνεπάγονται, είναι βέβαιο ότι θα συμβάλουν θετικά στην επίτευξη των ανωτέρω στόχων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.